Χίλια συντρίμμια έγινα πάλι για εσένα κλαίω έρημος πάλι απέμεινα σαν κάρβουνο να καίω
Μωρό μου διαβατάρικο χωρίς να πεις αντίο έφυγες ταξιδιάρικο και μ άφησες στο κρύο Ραγίζω σπάω σαν γυαλί στα χνάρια σου σκορπιέμαι και στης καρδιάς σου την αυλή μαραίνομαι χαλιέμαι Γυρεύω αιτία κι αφορμή σε ψάχνω μες τις μπόρες πονά ματώνει το κορμί γυμνό στις κατηφόρες
Ποιος άνεμος με ορφάνεψε
ποιο τρυφερό αγέρι
Αγάπη μου σε πλάνεψε
και μ άφησες το χέρι
Κυλιέμαι πέφτω σε γκρεμούς
σε σκοτεινά πηγάδια ματώνω απ τους στεναγμους κλεισμένος στα σκοτάδια
Χάθηκες παιχνιδιάρικο
δεν πρόλαβε να φέξη
Μωρό μου διαβατάρικο
χωρίς να πεις μια λέξη...
Αλήθεια.... πως κύλισαν τα χρόνια ανθάκια λες που άνεμο σκορπίσαν παλιές αγάπες σαν τα χελιδόνια αλίμονο..φτερούγισαν μ' αφήσαν Τι κρίμα που ανώφελα στα χρόνια ανέμελα σκορπίσανε οι ώρες ντυμένες με πολύχρωμα λαμπιόνια με σέρναν τον τρελό στις κατηφόρες
Για δες με οι μήνες και τα χρόνια στο κορμί μου αυλάκωσαν σημάδια ο ανόητος που νόμιζα.. "αιώνια" του έρωτα θα νέμομαι τα χάδια Τι κρίμα που ανώφελα στα χρόνια ανέμελα σπατάλησα τις ώρες ντυμένες με πολύχρωμα λαμπιόνια με τρέχαν τον τρελό στις κατηφόρες
Σε ερωτεύτηκα αμέσως μόλις σε είδα. Ένα παλικαράκι που δεν είχε κλείσει τα εικοσιπέντε ήμουνα τότε. Εσύ μεγάλη, σαγηνευτική, γεμάτη υποσχέσεις. Νόμισα πως μ’ αγάπησες και συ – ιδέα μου. Μπορεί, κιόλας. Με τα θηλυκά δε βγάζεις άκρη.
Μικρός και άβγαλτος, έπεσα με τα μούτρα. Και συ με έμαθες να καπνίζω, να πίνω, να ξενυχτάω, να παίζω, να μην κομπλάρω με την ηδονή, να μη φοβάμαι τις κόντρες, να ψάχνω. Κράτησα κι εγώ από τις συνήθειες μου δύο μονάχα: να σε μελετώ και να ελπίζω.
Τα πρώτα χρόνια περάσαμε καλά οι δυο μας. Για την ακρίβεια, τέλεια! Όχι ένα και δύο – δώδεκα! Δώδεκα ολόκληρα χρόνια χρυσάφι…
Αγάπησα πολύ, πολλά: γυναίκες, βιβλία, ποιήματα, κόμιξ, ταινίες, αμάξια, γήπεδα, οδοιπορίες, γλέντια, αθλητικά απογεύματα σε γηπεδάκια, συζητήσεις, συναπαντήματα. Ακόμα και την Επανάσταση των προλετάρiων – κι ας έμενα κατά βάθος ένας παραδοσιακός άνθρωπος της υπαίθρου. Και συ δεν έφερνες καμιά αντίρρηση, μου τα έδινες όλα, μου τα επέτρεπες όλα. Και μένα μου άρεσε να σε βλέπω από ψηλά, ξαπλωμένη νωχελικά – και ύστερα να χάνομαι μέσα σου στους ισολογισμούς και τα διαγράμματα και να εξερευνώ τις πιο απόκρυφες γωνιές σου και να παραμυθιάζομαι ότι καλύτερη από σένα δεν υπάρχει, ότι είσαι η πρώτη και η μοναδική.
Και μετά έγινες στρίγγλα. Χάλασε η όψη σου, η φωνή σου, η αύρα σου. Λες και δεν έφτανε αυτό, άρχισα να υποψιάζομαι πως στη σχέση μας δεν είμαστε μόνοι: υπήρχαν και κανόνιζαν τα πάντα οι νταβατζήδες σου. Αόρατοι για χρόνια, άρχισαν σιγά σιγά να τους ξεχωρίζουν τα αφελή μου μάτια.
Λες να τα φαντάστηκα; Μα κάθε φορά που ήθελα να σε πάρω, μου ζητούσαν να πληρώσω. Με αντίτιμα που τα σιχαινόμουν. Οι πόρτες σου έμεναν κλειστές – έμπαιναν κάποιοι άλλοι, που δεν είχαν πρόβλημα με τη συναλλαγή. Κι εγώ σε συναντούσα κρυφά, απόμερα, όλο και πιο αραιά. Και τότε ακόμα δε με αγκάλιαζες, δεν με άκουγες, δε με παρηγορούσες, Κι έτσι άρχισε να δημιουργείται η γνωστή ψυχρότητα ανάμεσά μας.
Δε μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς την περίοδο που ο απόλυτος έρωτάς μου για σένα μετατράπηκε σε αηδία. Αλλά δε μπορούσα πια να βλέπω τους νταβατζήδες να μπαίνουν ανάμεσά μας και συ να μου γυρίζεις την πλάτη. Αν δε σε είχα ερωτευτεί τόσο, μπορεί να μη σε περιφρονούσα. Θα μου ήσουν, απλά, αδιάφορη. Μια τρύπα που μπαίνεις, γιατί κάπου πρέπει να μπεις, χωρίς συναισθηματικές εμπλοκές.
Ξέρεις πολύ καλά ότι αόρατα αλλά πανίσχυρα νήματα με κρατάνε δεμένο κοντά σου. Ξέρεις ότι προσπάθησα πολύ να τα κόψω, μάτωσα κιόλας, αλλά ήταν αδύνατο. Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια, αυτή η σχέση έγινε εφιάλτης, αλλά έγινε πια υποχρεωτική. Θέλω δε θέλω, υποχρεωτική.
Σε βλέπω τώρα και ανατριχιάζω. Μια σταφιδιασμένη, κακιασμένη κωλόγρια, μια ξεφτιλισμένη πουτάνα είσαι. Κι ας φανερώνεσαι καμιά φορά φρεσκολουσμένη και χαμογελαστή κι ας καταφέρνεις τότε να κάνεις τα σπλάχνα μου να αχνίζουν και πάλι από πόθο για σένα. Δε περνά πολλή ώρα και με κατακλύζει η νοσταλγία της φυγής μακριά σου. Γιατί γελάς ξεδιάντροπα, γιατί πουλιέσαι φτηνά στον κάθε καραγκιόζη, γιατί του κάνεις πρόθυμα όλα τα γούστα – και μετά έρχεσαι ξανά σε μένα, να εξαγνιστείς. Και να με παραμυθιάσεις.
Σε μαθαίνουν σιγά σιγά και νεοφερμένοι . Και σε αγαπάνε, γιατί είναι αθώοι και δε μπορούν να ξέρουν τι λέρα και τι χάσιμο είσαι. Και συ τους δολώνεις – όπως έκανες και με μένα. Γιατί το έχεις αυτό το χάρισμα, να φτιάχνεις τους μύθους σου και να τους πουλάς, ακριβώς όπως πουλάνε οι απατεώνες τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Έχω χρόνια να σου μιλήσω. Ούτε σήμερα θα σου μιλούσα, κι ας είναι τέτοια μέρα. Το πρωί καθώς οδηγούσα για τη δουλειά σε σκεφτόμουν – και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι οπουδήποτε αλλού, οπουδήποτε μακριά σου, θα είμαι ξένος. Και σκέφτηκα ότι δώδεκα χρόνια έχουν πια τη σφραγίδα και το βάρος του οριστικού. Και είπα, ξεφτιλισμένη κωλόγρια, να σου γράψω δυο λόγια στο μπλογκ – για να συναντηθούμε ξανά.
Τι το ήθελα; Με το που το συλλογίστηκα, λες κι άλλαξες όψη – έγινες πάλι η όμορφη μάγισσα της νιότης μου. Αφήνομαι κι εγώ, κι ας ξέρω πως θα με απογοητεύσεις και πάλι – και πολύ γρήγορα μάλιστα.
Απόψε όμως, θα σε πάρω λες κι είσαι άλλη, δηλαδή αυτή που φαντάστηκα πως ήσουν, κάποτε. Φαντάσου και συ πως είμαι εκείνος που ήμουν, πριν. Ας κάτσουμε στο μισοσκόταδο της Σοφοκλέους να μη φαίνονται τα καζάντια μας κι ας πιούμε μαζί, ας χαλαρώσουμε ονειροπολώντας για ένα μέλλον λιγότερο πικρό από το παρόν…
Αν σ' αγκαλιάσουν στη σιωπή της θλίψης οι ψιχάλες για να σε νιώσουν η αστραπή και της βροχής οι στάλες
Αν σε κεντά η μοναξιά ένα σου στάξε δάκρυ μια σταγόνα μια σταξιά στου δειλινού την άκρη
Να πάρει κόκκινο η νυχτιά μαύρο το καρδιοχτύπι να χάνονται στη σκοτεινιά των στεναγμών σου οι χτύποι
Για να σε νιώσουν η αστραπή και της βροχής οι στάλες αν σ' αγκαλιάσουν στη σιωπή της θλίψης οι ψιχάλες
Στων στεναγμών τα κύματα να πνίγεις τη θωριά της και με όλα της τα κρίματα να σβήνεις τα φιλιά της
Στις στάχτες στα καμένα να ζώνεις τα όνειρα σου με τ' αστραποκαμένα φτερά του ερωτά σου Κι έτσι να δεις που στη σιωπή στην ερημιά σαν αστραπή θα έρθει αγάπη άλλη... λυτρωτική.......... Μεγάλη!!.........
ΑΚΟΥ!!!
Τους στίχους τους έγραψα εμπνεόμενος από τη συγκεκριμένη μελωδία!!!!
Τις νύχτες είναι τότε που τρομάζω
που το μυαλό μου κατακλύζεται από σένα
με τις σκιές συνομιλώ και κουβεντιάζω
και γίνομαι σκιά μες τα χαμένα
Ανοίγω πόρτες μυστικές και σκονισμένες
οι στάχτες μαρτυράνε τα καμένα
σβησμένες φλόγες.. εικόνες αφημένες
αθόρυβα με οδηγούν ξανά σε σένα
Παραπατώντας σέρνομαι κοντά σου
γαντζώνομαι στο χείλος του γκρεμού
μετέωρος κρεμιέμαι απ τα φιλιά σου
στην αγκαλιά μη πέσω του χαμού
Δεν ξέρω εάν θέλω όταν κοιμάμαι
τα βράδια να σκεπάζομαι μ' εσένα
σκιά μη γίνω....αυτό φοβάμαι
στις στάχτες μέσα στα καμένα
να προσδοκώ τα ξεγραμμένα.....
Τι Ειρωνεία Η Δουλειά από την Δουλεία Απέχει μόλις μια οξεία !!
Τι αποκαρδίωση. Από μια εφήμερη Αγγελία ! Να πρέπει μου μια Χρυσή ! Ευκαιρία ! Για μια Ζωή Δουλεία !
Δεν μας έχει γκινιάρει κανένας. Κανείς δεν μας γκαντέμιασε. Απλά το παιχνίδι είναι καραστημένο και τα ζάρια σάπια. Οι τοκογλύφοι της Ε.Ε. ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν με τα ψεύτικα λεφτά τους.
Πόσους τόνους μαλάκας πρέπει να είναι κάποιος που εξακολουθεί να δανείζει τους δέκα Έλληνες μεγαλοτοκογλύφους που έφαγαν όλο το χρήμα και ακριβώς την ίδια στιγμή να απαιτεί για τόκο τις ψυχές των κακομοίρηδων που μια ζωή πληρώνουν χωρίς να συμμετέχουν ποτέ στο πάρτι;
Κανείς δεν είναι τόσο μαλάκας, εκτός από εμάς που δεν ξυπνάμε και δεν πλακώνουμε στις φάπες όλους αυτούς που μας κλέβουν την πραγματική ζωή και μας δίνουν ως αντάλλαγμα το μάτριξ.
Έρχομαι λοιπόν να εγκωμιάσω την κακοτυχία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αφορμή για μάθηση από αυτήν. Η κακοτυχία φέρνει την αναζήτηση των αιτίων, η αναζήτηση φέρνει την εκλογίκευση, η εκλογίκευση παράγει γνώση και η γνώση κατοχυρώνει την πρόβλεψη. Όσο πιο βαθιά η γνώση, τόσο πιο πληρέστερη η πρόγνωση. Η πρόβλεψη που βασίζεται στην γνώση είναι το καλύτερο γούρι.
Κακοτυχία δεν υφίσταται όταν είμαστε ενήμεροι για τις πραγματικές
συνθήκες.
Στον τζόγο οι πιθανότητες είναι εκ των προτέρων δεδομένες και η ελπίδα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός.
Η μόνη περίπτωση για να κερδίσουμε το παιχνίδι είναι να το στήσουμε.
Για την δημιουργία του πολεμικού αυτού χορού των αρχαίων Ελλήνων, υπάρχουν τρεις μυθικές εκδοχές:
1. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κρόνου, πριν τις Τιτανομαχίες και ενώ ο Ζευς ήταν ακόμα βρέφος, οι Κουρήτες χόρευαν τον πυρρίχιο γύρω του κάνοντας δυνατό θόρυβο με τα όπλα και τις ασπίδες τους για να μην ακούσει ο παιδοκτόνος Κρόνος το κλάμα του.
2. Στην πολιορκία της Τροίας, ο Αχιλλέας, πριν κάψει το νεκρό του Πατρόκλου, χόρεψε τον Πυρρίχιο πάνω στην πλατφόρμα των καυσόξυλων πριν παραδώσει τον Πάτροκλο στη νεκρική πυρά (πυρά - Πυρρίχιος).
3. Ο Πύρρος (γιος του Αχιλλέα) κάτω από τα τείχη της Τροίας, χόρεψε σε αυτό τον ρυθμό, από τη χαρά του για το θάνατο του Ευρύπυλου (Πύρρος - Πυρρίχιος).
Όποια και αν ήταν η μυθική «καταγωγή» του Πυρρίχιου, το σίγουρο είναι ότι τον χόρευαν από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Κρήτη, ενώ οι Σπαρτιάτες τον θεωρούσαν ένα είδος πολεμικής προπόνησης και τον μάθαιναν από μικρά παιδιά.
Για τον Πυρρίχιο βρίσκουμε αναφορές στον Όμηρο και τον Ξενοφώντα. Ο δεύτερος δε, κάνει λόγο και για μια άλλη, πιο «ελαφριά» ή «εκφυλισμένη» εκδοχή του Πυρρίχιου, την «πύρριχη». Αυτή η νεότερη εκδοχή του χορού υποβιβάζεται σε χορό συμποσίων, δε χορεύεται από ομάδες πολεμιστών χωρισμένους σε αμυνόμενους και επιτιθέμενους αλλά από μία ομάδα χορευτών σε κύκλο.
"Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι ο Πυρρίχιος χορός ή Πυρρίχη όρχηση, ήταν επινόηση της θεάς Αθηνάς ή των Διοσκούρων και ήταν χορός που χορευόταν από ένοπλους χορευτές. Πολλοί δέχονται ότι επινοητές του χορού αυτού είναι οι Κουρήτες, ο Κάστωρας ή ο Διόνυσος.
Ήδη από τους μυθικούς χρόνους γίνεται γνωστό, ότι ο Πυρρίχιος χορός πιθανότατα να προήλθε από την Κρήτη ή την Σπάρτη, άλλοι όμως παραδέχονται, ότι επινοητής του χορού αυτού είναι ο Πύρριχος, ο οποίος χόρεψε πρώτος τον χορό κατά την ταφή του Πατρόκλου.
Ο γεωγράφος Στράβων, από την Αμάσεια του Πόντου, αναφέρει ως ευρέτη του χορού κάποιον Πύρρο ή το Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα και άλλοι πάλι δέχονται ότι ευρέτης του χορού αυτού είναι ο Κρητικός ήρωας Πυρρίχιος. Ίσως από το όνομα του Νεοπτόλεμου Πυρρός, να εξαπατήθηκαν οι συγγραφείς, γιατί ο Λουκιανός αναφέρει ρητά ως ευρέτη του Πυρρίχιου χορού τον Νεοπτόλεμο. Εάν λάβει κανείς υπόψη του, ότι ο Νεοπτόλεμος ονομαζόταν και Πυρρός, πιθανόν η άποψη υπέρ του Νεοπτόλεμου να είναι ισχυρότερη." Από το βιβλίο του καθηγητή Δημητρίου Αθανασιάδη ΠΥΡΡΙΧΙΟΣ ΧΟΡΟΣ (ΣΕΡΑ - ΤΡΟΜΑΧΤΟΣ).
Στις μέρες μας, τον Πυρρίχιο τον έχουν διασώσει οι Πόντιοι, σε μία μορφή που πλησιάζει την πυρρίχη, με οπλισμό και μαχαίρι.